- επαναφέρω
- (AM ἐπαναφέρω)νεοελλ.1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη»)3. θέτω εκ νέου, προβάλλωμσν.ζωντανεύω, ανασταίνομαιαρχ.-μσν.συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μουαρχ.1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον («εἰ δὲ πεπόνθοντε λυγρὰ δι' ὑμετέραν κακότητα, μή τι θεοῑς τούτων μοῑραν ἐπαμφέρετε», Σόλ.)2. (αμτβ.) ανάγομαι σε κάτι ως αίτιο («ἀφικέσθαι ἐπί τίνα ἀρχήν, ἤ οὐκέτ' ἐπανοίσει ἐπ' ἄλλο φίλον», Πλάτ.)3. υπολογίζω, λογαριάζω, συμπεριλαμβάνω στον λογαριασμό4. κομίζω, μεταφέρω, μεταβιβάζω, ιδίως αγγελίες5. κάνω εμετό6. (ρητ.) χρησιμοποιώ την επαναφορά*7. αναδίδομαι ως αναθυμίαση από το έδαφος8. (για ήλιο ή αστέρια) ανυψώνομαι, ανατέλλω9. κινούμαι προς την αντίθετη φορά10. (για υγεία) βελτιώνομαι11. αστρολ. παίρνω την πρώτη θέση μετά το κέντρο.
Dictionary of Greek. 2013.